ποιμένιον

ποιμένιον
τό, Α [ποιμήν, -μένος]
(ποιητ. τ.) ποίμνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποιμένιον — neut nom/voc/acc sg ποιμένιος masc acc sg ποιμένιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενίου — ποιμένιον neut gen sg ποιμένιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενίων — ποιμένιον neut gen pl ποιμένιος fem gen pl ποιμένιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενίῳ — ποιμένιον neut dat sg ποιμένιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”